- δεθείς
- δέω 1bindaor part pass masc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
отърѣшитисѧ — ОТЪРѢШ|ИТИСѦ (5*), ОУСѦ, ИТЬСѦ гл. 1.Отвязаться, развязаться: и се ѿтрьшесѧ [так!] ѿ вы˫а по˫асъ. имже бѣ рука ѥ˫а възвѧзана. ЧтБГ XI сп. XIV2, 114в; ˫ако же ѿрѣшитсѧ волъ ѿ ˫арма. та(к) писатель книги кончавъ. УСт 1398, 151 об. (зап.); … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κίονας — Ένα από τα κύρια στοιχεία των απλών ορθοστατικών κατασκευών. Μπορεί να έχει διάφορες μορφές και διαστάσεις, αλλά γενικά αποτελείται από τρία μέρη, τη βάση, τον κορμό και το κιονόκρανο (εκτός από τον δωρικό κ., ο οποίος δεν έχει ιδιαίτερη βάση).… … Dictionary of Greek
οπάζω — ὀπάζω (Α) 1. στέλνω κάποιον μαζί με άλλον ως ακόλουθο ή ως συνοδοιπόρο ή κάνω κάποιον να ακολουθήσει («ἐπεὶ ῥὰ οἱ ὤπασα πομπόν», Ομ. Ιλ.) 2. (σχετικά με πράγματα) παραχωρώ, παρέχω, δίνω («νῡν μὲν γὰρ τούτῷ Κρονίδης Ζεὺς κῡδος ὀπάζει» δίνει σ… … Dictionary of Greek